Ποια είναι η αποζημίωση που δικαιούται ο συνεπιβάτης για τον τραυματισμό του από το τροχαίο ατύχημα;
Ο συνεπιβάτης δικαιούται ως αποζημίωση λόγω τραυματισμού σε τροχαίο ατύχημα κάθε ποσό που δαπάνησε για την αποθεραπεία του, κάθε ποσό που απώλεσε λόγω της μερικής αδυναμίας του να εργαστεί, το ποσό που θα έπρεπε να δαπανήσει για τη φροντίδα και την περιποίηση που έλαβε από την οικογένεια του μέχρι την αποθεραπεία του και εύλογο ποσό ηθικής βλάβης.
Το δικαίωμα του συνεπιβάτη να αποζημιωθεί από τροχαίο ατύχημα με τραυματισμό ενδέχεται να είναι μειωμένο, εφόσον ο συνεπιβάτης βαρύνεται με κάποιο βαθμό συνυπαιτιότητας διότι δεν φορούσε κράνος σε περίπτωση τραυματισμού συνεπιβάτη μοτοσικλέτας ή δεν χρησιμοποιούσε ζώνη ασφαλείας σε περίπτωση τραυματισμού συνεπιβάτη αυτοκινήτου.
Σε περίπτωση που ο οδηγός ήταν μεθυσμένος ή τελούσε υπό την επήρεια τοξικών ουσιών, ο συνεπιβάτης δεν δικαιούται αποζημίωση αν γνώριζε την κατάσταση του οδηγού.
Ας δούμε πώς υπολογίστηκε το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούται ο συνεπιβάτης αυτοκινήτου που τραυματίστηκε όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε εκτράπηκε της πορείας του και προσέκρουσε σε τοίχο κτιρίου, μέσα από απόσπασμα δικαστικής απόφασης:
«Αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος οδηγός δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή, δεν είχε ρυθμίσει την ταχύτητά του ώστε να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του και να είναι σε θέση να προβεί ανά πάσα στιγμή στους απαιτούμενους χειρισμούς, αντιθέτως κινούνταν με ταχύτητα που υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των 50 χλμ./ώρα, με αποτέλεσμα να απωλέσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, το οποίο εξέκλινε προς τα αριστερά και προσέκρουσε στον τοίχο κτιρίου που βρίσκεται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του .
Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από την έκθεση αυτοψίας και το σχεδιάγραμμα που συνέταξε η Τροχαία, από τα οποία προκύπτουν τα χαρακτηριστικά της ανωτέρω οδού, η πορεία και η συγκρουσθείσα επιφάνεια του οχήματος, καθώς και από τις καταθέσεις που έδωσαν κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση ο ενάγων και ο εναγόμενος οδηγός του ανωτέρω οχήματος, οι οποίοι επιβεβαίωσαν ότι το ατύχημα έλαβε χώρα υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες.
Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση του επιδίκου ατυχήματος είναι ο εναγόμενος οδηγός του αυτοκινήτου που κάλυπτε ασφαλιστικά η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, ο οποίος παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1, 19 παρ.1 και 2 του ΚΟΚ.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το επίδικο τροχαίο ατύχημα τραυματίστηκε ο ενάγων και ειδικότερα διακομίστηκε αρχικά στο Κέντρο Υγείας και στη συνέχεια στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη βασεοαυχενικό κάταγμα αριστερού ισχίου, το οποίο αντιμετωπίσθηκε χειρουργικώς, με εσωτερική οστεοσύνθεση.
Παρέμεινε νοσηλευόμενος στο Ορθοπεδικό Τμήμα του νοσοκομείου και εξήλθε με οδηγίες για αλλαγές του τραύματος ανά 2 ημέρες, αφαίρεση ραμμάτων μετά την πάροδο 15 ημερών, φαρμακευτική αγωγή, φυσικοθεραπείες, εφαρμογή αντιθρομβωτικών καλτσών, αιματολογικό έλεγχο σε εβδομαδιαία βάση , βάδιση με μερική φόρτιση και επανεξέταση, ενώ του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια ενός μηνός.
Στη συνέχεια εξεταζόταν στα εξωτερικά ιατρεία του ανωτέρω νοσοκομείου μία φορά το μήνα και η αναρρωτική του άδεια παρατάθηκε για 4 μήνες (βλ. το εξιτήριο και τις ιατρικές βεβαιώσεις του Διευθυντή του Ορθοπεδικού Τμήματος του νοσοκομείου).
Έξι μήνες μετά το επίδικο τροχαίο ατύχημα ο ενάγων εισήχθη ξανά στο ανωτέρω νοσοκομείο και έγινε προσπάθεια αφαίρεσης των υλικών της οστεοσύνθεσης που είχε τοποθετηθεί στο ισχίο του, η οποία όμως κατέστη αδύνατη, λόγω έντονης ψυχρής συγκόλλησης των υλικών και συνεστήθη προγραμματισμός νέας επέμβασης (βλ. τη σχετική ιατρική βεβαίωση του Διευθυντή του Ορθοπεδικού Τμήματος του νοσοκομείου).
Αποδείχθηκε ότι για την πρόκληση του ανωτέρω τραυματισμού του, συνυπαίτιος, κατά ποσοστό 30%, είναι ο ίδιος ο ενάγων, καθώς δεν έφερε την ώρα της επίδικης σύγκρουσης ζώνη ασφαλείας, ως όφειλε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ.5 του ΚΟΚ , γεγονός που επιβεβαίωσε και ο ίδιος κατά την κατάθεση που έδωσε κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση.
Συνεπώς πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η προβληθείσα από την εναγομένη ασφαλιστική εταιρία ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του τραυματισμού του.
Αποδείχθηκε ότι κατά τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο ο ενάγων, λόγω της κατάστασης της υγείας του και της περιορισμένης ικανότητάς του να αυτοεξυπηρετείται, είχε την ανάγκη κάποιου άλλου προσώπου για να τον βοηθάει και να τον περιποιείται, επί 16 ώρες ημερησίως και 9 ημέρες συνολικώς, καθώς αδυνατούσε να βαδίσει και να αυτοεξυπηρετηθεί ως προς την ατομική του καθαριότητα και φροντίδα.
Το ρόλο αυτό ανέλαβε χωρίς αντάλλαγμα η μητέρα του, η οποία, ξεπερνώντας τα όρια που θέτουν οι μητρικές της υποχρεώσεις, ασχολούνταν με τη φροντίδα του ενάγοντος, προσφέροντάς του τις σχετικές πρόσθετες υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμου και περιποιήτριας, επιπλέον αυτών που του προσέφερε ως μητέρα στα πλαίσια της σχέσης τους αυτής.
Για την απασχόληση της μητέρας του ο ενάγων δικαιούται το ημερομίσθιο που θα κατέβαλε σε τρίτο πρόσωπο για το ως άνω διάστημα της νοσηλείας του και δη για 9 ημέρες. Υπολογίζοντας λοιπόν ότι προσλαμβάνοντας τρίτο για το σκοπό αυτό πρόσωπο θα του κατέβαλε κατά την κοινή πείρα, τουλάχιστον το ποσό των 40 ευρώ που αξιώνει με την αγωγή του, ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση το ποσό των 360€ (40€ Χ 9 ημέρες).
Η παρουσία της μητέρας του ήταν αναγκαία και μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο. Ειδικότερα, για τους επόμενους δύο μήνες ο ενάγων είχε την ανάγκη άλλου προσώπου για να τον περιποιείται επί 8 ώρες ημερησίως, αφού μπορούσε να βαδίσει μόνο με τη βοήθεια βακτηριών μασχάλης.
Για την απασχόληση αυτή της μητέρας του, ο ενάγων δικαιούται το μισθό που θα κατέβαλε σε τρίτο πρόσωπο για το ως άνω διάστημα των δύο μηνών. Υπολογίζοντας λοιπόν ότι προσλαμβάνοντας τρίτο για το σκοπό αυτό πρόσωπο θα του κατέβαλε κατά την κοινή πείρα 600 ευρώ μηνιαίως, ο ενάγων μπορεί να αξιώσει το ποσό των 1.200 ευρώ (2 μήνες X 600€).
Κατά το επόμενο χρονικό διάστημα των δύο μηνών ο ενάγων χρειαζόταν τη βοήθεια τρίτου προσώπου επί 4 ώρες ημερησίως, μόνο για την πραγματοποίηση των απαιτούμενων εργασιών του νοικοκυριού (καθαριότητα οικίας, παρασκευή γεύματος, προμήθεια αγαθών κ.λπ.).
Για την απασχόληση αυτή της μητέρας του, ο ενάγων δικαιούται το μισθό που θα κατέβαλε σε τρίτο πρόσωπο για το ως άνω διάστημα. Υπολογίζοντας λοιπόν ότι προσλαμβάνοντας τρίτο για τον σκοπό αυτό πρόσωπο θα του κατέβαλε κατά την κοινή πείρα 300€ μηνιαίως, ο ενάγων μπορεί να αξιώσει το ποσό των 600€ (2μήνες Χ300€).
Επομένως για την αιτία αυτή, την απασχόληση δηλαδή χωρίς αμοιβή τρίτου προσώπου ως υποκατάστατης δύναμης, ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των 2.160€ (360+1.200+600).
Το ανωτέρω ποσό πρέπει όμως να μειωθεί κατά το ποσοστό (30%) κατά το οποίο ο ενάγων συνέβαλε στην πρόκληση και στην έκταση του τραυματισμού του λόγω μη χρήσεως ζώνης ασφαλείας και να περιορισθεί στο ποσό των 1.512€.
Αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλε για την αγορά ενός ζεύγους βακτηριών μασχάλης το ποσό των 22 ευρώ. Το ανωτέρω ποσό πρέπει όμως να μειωθεί κατά το ποσοστό (30%) κατά το οποίο ο ενάγων συνέβαλε στην πρόκληση και στην έκταση του τραυματισμού του λόγω μη χρήσεως ζώνης ασφαλείας και να περιορισθεί στο ποσό των 15,40 ευρώ.
Αποδείχθηκε ότι ο εναγών, πριν τον τραυματισμό του, εργαζόταν ως ψήστης σε επιχείρηση ψητοπωλείου δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που επρόκειτο να λήξει 6 εβδομάδες μετά την χρονολογία του επίδικου τροχαίου ατυχήματος και συγκεκριμένα εργαζόταν με μειωμένη απασχόληση εργασίας 6 ημέρες την εβδομάδα έναντι μεικτού ημερομισθίου ποσού 6,90 ευρώ.
Εξαιτίας του τραυματισμού του, ήταν ανίκανος να εργασθεί καθ’ όλο το διάστημα από την ημερομηνία του ατυχήματος μέχρι τη λήξη της σύμβασης εργασίας του, με αποτέλεσμα να απωλέσει τους μισθούς που αντιστοιχούσαν στο ανωτέρω διάστημα, συνολικού ύψους 248,40€ (6 εβδομάδες X 6 ημέρες X 6,90€).
Το ανωτέρω ποσό πρέπει όμως να μειωθεί κατά το ποσοστό (30%) κατά το οποίο ο ενάγων συνέβαλε στην πρόκληση και στην έκταση του τραυματισμού του λόγω μη χρήσεως ζώνης ασφαλείας και να περιορισθεί στο ποσό των 173,88 ευρώ.
Αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, εξαιτίας του τραυματισμού του, υπέστη ηθική βλάβη. Επομένως, δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο, εύλογο κατά την κρίση του, ποσό των 7.000 ευρώ, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη του: α) τον βαθμό του πταίσματος του αδικοπραγήσαντος υπόχρεου , β) την έλλειψη συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση του ατυχήματος, γ) το είδος και την έκταση του τραυματισμού του ενάγοντος, καθώς και το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειάς του στην πρόκληση και την έκταση της σωματικής βλάβης που υπέστη και δ) την κοινωνική και οικονομική θέση και κατάσταση των μερών, πλην της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική.»